ἰκτέρου

ἰκτέρου
ἴκτερος
jaundice
masc gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ικτερίτης — ἰκτερίτης, ὁ και θηλ. ἰκτερῑτις (Α) το φυτό δεντρολίβανο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἴκτερος το φυτό χρησιμοποιούνταν ως φάρμακο κατά τού ικτέρου] …   Dictionary of Greek

  • υπερχολερυθριναιμία — η, Ν ιατρ. αυξημένη περιεκτικότητα χολερυθρίνης στο αίμα, που παρουσιάζεται στις διάφορες μορφές ικτέρου. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. hyperbilirubinemia < hyper (< υπερ *) + bilirubinemia (πρβλ. χολερυθριναιμία)] …   Dictionary of Greek

  • υπικτερικός — ή, ό, Ν ιατρ. αυτός που εμφανίζει ελαφρά συμπτώματα ικτέρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο) * + ίκτερος] …   Dictionary of Greek

  • χρυσή — η ονομασία του ίκτερου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”